- πλεκτικός
- -ή, -ό / πλεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, πλεχτικός, -ή,-ό, Ν [πλεκτός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτικήη τέχνη τής κατασκευής πλεκτών ειδών, τής μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά είδηνεοελλ.1. αυτός με τον οποίο γίνεται το πλέξιμο ή ο χρήσιμος για την πλέξη («πλεκτικές μηχανές»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλεκτικάη αμοιβή που δίνεται για το πλέξιμοαρχ.αυτός που έχει την τάση να περιπλέκει ή να περιπλέκεται.επίρρ...πλεκτικῶς Αμε πλεκτικό τρόπο, με τάση για περιπλοκή.
Dictionary of Greek. 2013.